εγχύμωση

εγχύμωση
[-ις (-εως)] η
1) физ. всасывание; 2) мед. прилив крови

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εγχύμωση" в других словарях:

  • εγχύμωση — η (AM ἐγχύμωσις) νεοελλ. (ειδ.) το απότομο χύσιμο αίματος έξω από τα αγγεία τού δέρματος εξαιτίας ισχυρής συγκινήσεως (αρχ. μσν.) διανομή τών χυμών σε όλο το σώμα, σφρίγος, ζωηράδα …   Dictionary of Greek

  • εγχύμωμα — το εγχύμωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»