Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγχύμωση — η (AM ἐγχύμωσις) νεοελλ. (ειδ.) το απότομο χύσιμο αίματος έξω από τα αγγεία τού δέρματος εξαιτίας ισχυρής συγκινήσεως (αρχ. μσν.) διανομή τών χυμών σε όλο το σώμα, σφρίγος, ζωηράδα … Dictionary of Greek
εγχύμωμα — το εγχύμωση … Dictionary of Greek